Γιατί ΧΑΙΡΕΤΑΜΕ τους όμοιούς μας;

Γιατί ΧΑΙΡΕΤΑΜΕ τους όμοιούς μας;

Ο ανθρώπινος χαιρετισμός είναι ένα είδος κοινωνικής εθιμοτυπίας. Ο χαιρετισμός μεταξύ των ανθρώπων αποτελεί σήμερα ένδειξη σεβασμού και ευγενικής συμπεριφοράς. Έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα, αλλά δεν είχε αυτόν τον χαρακτήρα που έχει σήμερα.

Η αρχή του «χαιρετισμού» ανάγεται στην τάση του ανθρώπου επί αιώνες, να εκφράσει την υποταγή του στους αρχαίους θεούς ή σε ένα ισχυρό ή ανώτερο πρόσωπο.

Αν θελήσουμε να το διερευνήσουμε ψυχολογικά στα πρώτα στάδια της ψυχικής και πολιτισμικής μας εξέλιξης, θα λάβουμε ως επιβεβαίωση αυτής της τάσης, τον φόβο που εδράζεται στην ανθρώπινη ψυχή μπροστά στο μεγαλείο των αρχαίων θεών και μπροστά στην σωματική δύναμη ενός προσώπου (σωματικά τουλάχιστον στην αρχή).

Ο πρώτος χαιρετισμός είναι το «προσκύνημα» μπροστά στον βωμό ή μπροστά στο ομοίωμα μιας αρχαίας θεότητας ή μπροστά στον αρχηγό της φυλής ή στον εχθρό. Βεβαίως το «προσκύνημα» αυτό συνοδευόταν από λόγια ικετευτικά ή ευχητικά που στόχο είχαν να παρακαλέσουν τον «χαιρετιζόμενο», να τον μαλακώσουν, να κερδίσουν την εύνοιά του ή να του δείξουν καλή διάθεση.

Μεταγενέστερα, στην Τουρκία και στις Ανατολικές Ινδίες, ο «τεμενάς» μπροστά σε ισχυρά πρόσωπα αποτελούσε επιβίωση της παλαιάς αυτής κατάστασης. Ο «τεμενάς» εκείνου που χαιρετά έδειχνε, είτε τέλεια υποταγή, είτε ένδειξη μεγάλου σεβασμού. Στη μεν πρώτη περίπτωση υποδηλώνει την αδυναμία ή την ήττα του «χαιρετώντος». Στη δε δεύτερη περίπτωση υποδηλώνει την αναγνώριση από τον «χαιρετών» της διανοητικής και ηθικής αξίας του «χαιρετιζόμενου».

Το «αγκάλιασμα» και το «φίλημα» ήσαν κι αυτοί τρόποι χαιρετισμού από τα αρχαία χρόνια. Όχι όμως τόσο συχνοί και καθημερινοί όπως σήμερα. Το «αγκάλιασμα» και το «φίλημα» είναι τρόποι θερμού χαιρετισμού και τόσο ο ένας όσο και ο άλλος θεωρούνται σαν «αντανακλαστικές κινήσεις αισθημάτων» σεβασμού, στοργής, αγάπης, καλής προαίρεσης.

Το «αγκάλιασμα» έχει κι αυτό την αρχή του στον τρόπο που οι αρχαίοι πρόγονοί μας παρακαλούσαν ή ευχόντουσαν στους θεούς τους. Σήκωναν τα χέρια τους προς το μέρος του βωμού ή του αγάλματος, ενώ συνήθιζαν να αγκαλιάζουν τον βωμό ή το άγαλμα.

Το «φίλημα» επίσης, είναι κι αυτό πράξη γνωστή από την αρχαιότητα και παρουσιάζει ποικίλες παραλλαγές ανάμεσα στους λαούς και στους αιώνες. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι στην αρχαία ελληνική γλώσσα «φιλώ» σημαίνει : έχω κάποιον φίλο, αγαπώ, όπως «ασπασμός» σημαίνει αγάπη.

 

Για την τρυφερότητα του «χειροφιλήματος» λίγο πολύ μας είναι γνωστή η ιστορία του. Το «χειροφίλημα» είναι προορισμένο σε σεβάσμια πρόσωπα (από κοινή αναγνώριση), π.χ. ιερωμένους, άρχοντες, πρόσωπα υψηλής κοινωνίας και κατάλοιπο ιπποτικού φερσίματος σε κυρίες.

Σήμερα, σε όλους τους πολιτισμένους λαούς η «χειραψία» αποτελεί τον καθημερινό τρόπο χαιρετισμού και υποδηλώνει έναν υποτυπώδη «εναγκαλισμό». Στην Αρχαία Ελλάδα (Δωριείς και Πελασγοί) ο χαιρετισμός των θνητών και κυρίως των ιερέων προς το ομοίωμα μιας αρχαίας θεότητας γινόταν με την ύψωση της δεξιάς χειρός με την παλάμη να δεικνύεται προς την «χαιρετιζόμενη» θεότητα, δηλώνοντας την καθαρότητα των προθέσεών τους.

Στην «χειραψία» το βλέμμα του «χαιρετώντος» ευθυγραμμίζεται με το βλέμμα του «χαιρετιζόμενου» προσδίδοντας ειλικρίνεια, εγκαρδιότητα, ισότητα. Εάν το βλέμμα πλανάται στον χώρο δηλώνει αμηχανία, ενώ εάν το βλέμμα χαμηλώνει δηλώνει ταπεινότητα, ενοχή, υπεκφυγή για κάποιον λόγο. «Χειραψία» που συνοδεύεται από πρόσθετη σωματική επαφή, π.χ. και το αριστερό χέρι ή ελαφρύ χτύπημα στον ώμο, εκφράζει μεγαλύτερη εγκαρδιότητα, οικειότητα, αλλά και ελεγκτικό χαρακτήρα του ενός προς τον άλλον.

 

Η «αποκάλυψη της κεφαλής» λίγα χρόνια πίσω συνόδευε την χειραψία, όταν οι άνθρωποι δεν ήσαν ασκεπείς. Ασφαλώς τηρείται και σήμερα, ως ευγενική χειρονομία χαιρετισμού και συμπεριφοράς.

Και αυτή η πράξη έρχεται από τα παλαιότερα χρόνια, τότε που δεν υπήρχε καμία ασφάλεια για κανέναν. Εάν π.χ. συναντιόντουσαν δύο άνθρωποι οπλισμένοι (που ήταν το σύνηθες) για να δείξουν ότι δεν είχαν κακή πρόθεση ο ένας για τον άλλον, έπρεπε από κάποια απόσταση να καταθέσουν τον οπλισμό τους.

Πιστεύεται λοιπόν πως επιβίωση εκείνης της μακρινής και σκοτεινής εποχής είναι η συνήθεια ακόμη και σήμερα μερικών πρωτόγονων λαών να αποκαλύπτουνε κατά τον χαιρετισμό μέρος του σώματός τους, όπως οι πολιτισμένοι λαοί κατά τον χαιρετισμό βγάζουνε το καπέλο τους.

Αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με τον «στρατιωτικό χαιρετισμό» όπου έχει τις ρίζες του στους Ιππότες του Μεσαίωνα. Την εποχή εκείνη η στολή των Ιπποτών αποτελούνταν από πολλά μεταλλικά μέρη που κάλυπταν σχεδόν εξ ολοκλήρου το σώμα, παρέχοντας τους την μέγιστη ασφάλεια από σπαθιά και βέλη αλλά καθιστώντας τους δυσκίνητους.

Αναπόσπαστο εξάρτημα της στολής του Ιππότη αποτελούσε το κράνος του, το οποίο κάλυπτε όλο του το πρόσωπο, καθιστώντας τον μη αναγνωρίσιμο. Έτσι για να αναγνωριστεί, ήταν αναγκασμένος να ανασηκώσει την καλύπτρα του προσώπου, σε ένδειξη φιλικής προσέγγισης. Με τα χρόνια, αν και σταμάτησε η χρήση του κράνους των Ιπποτών, παρέμεινε η κίνηση του χεριού και σήμερα χρησιμοποιείται ως «στρατιωτικός χαιρετισμός», σε ένδειξη σεβασμού και φιλικής προσέγγισης.

 

Ο «στρατιωτικός χαιρετισμός» υποδηλώνει σεβασμό στην σημαία (εθνόσημο) και στον βαθμό (διακριτικά ανωτέρου).

Ο χαιρετισμός συνοδεύεται και από λόγια. Τα λόγια που προφέρονται την ώρα του χαιρετισμού με ή χωρίς την χειραψία, είναι ευχητικού πάντοτε περιεχομένου και σχεδόν κοινά σε όλους τους λαούς.

Οι Αρχαίοι Έλληνες κατά τον χαιρετισμό πρόφεραν την φράση «χαίρε . .» και «. . . ως ευ παρέστης». Το μεν πρώτο αντιστοιχεί με το νεοελληνικό «γειά σου» και σημαίνει «να έχεις υγεία», «να είσαι καλά», «να είσαι χαρούμενος», το δε δεύτερο αντιστοιχεί με το νεοελληνικό «καλώς όρισες».

Όπως προαναφέραμε τα λόγια ενός χαιρετισμού είναι ευχητικού περιεχομένου παντού και πάντοτε. Αν αναρωτηθούμε όμως γιατί, τότε θα πρέπει να δούμε πρώτα απ’ όλα τι είναι η «ευχή». Αν επικαλεστούμε την μαρτυρία της ψυχολογίας θα μάθουμε ότι : ‘‘ευχή είναι η επιθυμία την οποίαν συνοδεύει η πεποίθησις ότι το ποθούμενο δεν είναι επιτευκτόν είτε ως εκ των δυσχερειών εις ας προσκρούει η επίτευξις αυτού, είτε διότι απέτυχον πάσαι αι προς τούτο γενόμεναι απόπειραι’’.

Άρα «ευχή» είναι τα λόγια με τα οποία εκφράζεται η ανθρώπινη επιθυμία να πραγματοποιηθεί κάτι καλό, με την επίκληση του Θεού ή άλλων ανώτερων υπερφυσικών δυνάμεων όπως πιστεύουν οι άνθρωποι κατά συνείδηση. Να σημειώσουμε δε ότι η «ευχή» διατυπώνεται διότι ο άνθρωπος πιστεύει ότι οι λέξεις που προφέρει έχουν «κάτι σαν» μαγική δύναμη.

Στα αρχαία χρόνια αλλά και παλαιότερα από σήμερα, ο άνθρωπος ήταν περισσότερο εκτεθειμένος και αδύναμος απέναντι στα στοιχεία της φύσης και απέναντι στους κινδύνους της κοινωνίας που ζούσε. Αν δύο άνθρωποι πορευόμενοι συναντιούνταν και δεν υπήρχε λόγος ν’ αρπαχθούν και πλησίαζαν ο ένας τον άλλον με καλές προθέσεις, δεν είχαν παρά να ευχηθεί ο ένας στον άλλο να ‘χει «καλή μέρα», «καλό δρόμο». Ευχή που ανταλλάσσεται ακόμη και σήμερα σε όλους τους πολιτισμένους λαούς.

Πέραν όμως των καθιερωμένων και τυπικών ευχών σε κάποιες κοινωνίες της σύγχρονης εποχής υπάρχουν παρεκκλίσεις στο ευχητικό περιεχόμενου του χαιρετισμού. Δύο περιπτώσεις είναι πολύ χαρακτηριστικές για να μας δώσουν να καταλάβουμε το νόημα αυτό.

Η πρώτη περίπτωση έχει να κάνει με την παρέκκλιση που παρατηρείται σε περιόδους θρησκευτικών εορτών, όπου, για ένα χρονικό διάστημα ο χαιρετισμός αποτελεί δήλωση των πιστών σε ένα βασικό δόγμα ή θαύμα της θρησκείας των. Στους Έλληνες π.χ. την περίοδο του Πάσχα ο χαιρετισμός και παλαιότερα και σήμερα είναι «Χριστός Ανέστη» με την αντιφώνηση «Αληθώς Ανέστη».

Η δεύτερη περίπτωση έχει να κάνει με περιόδους ομαδικού ή οπαδικού ενθουσιασμού, γύρω από μια ιδέα, ένα σημαίνων πρόσωπο, μια ομαδική επιδίωξη, όπου, για ένα χρονικό διάστημα ο χαιρετισμός είναι ιδιότυπος. Στους Γερμανούς π.χ. την ναζιστική περίοδο ο χαιρετισμός ήταν «Χάιλ Χίτλερ» με την αντιφώνηση «Χάιλ Χίτλερ» κρύβοντας απύθμενο φανατισμό και μισαλλοδοξία.

Βεβαίως αυτές οι παρεκκλίσεις της δεύτερης περίπτωσης είναι παροδικά φαινόμενα και σβήνουν γρήγορα μαζί με την πίστη και τον φανατισμό των οπαδών. Οι κοινωνίες δεν τα ανέχονται και είτε δια της βίας είτε δια κυρώσεων σύντομα επαναφέρουν στην τάξη και οι άνθρωποι ξαναγυρίζουνε στις γνωστές και τυπικές φιλοφρονήσεις «καλή μέρα σας», «καλό σας απόγευμα», «καλό βράδυ».

Αν και δεν παραλείπεται ποτέ η κοινωνική υποχρέωση του χαιρετισμού, εν τούτοις δεν είμαστε πάντοτε θερμοί και ειλικρινείς, ούτε νοιώθουμε τα λόγια που απευθύνουμε στον «χαιρετιζόμενο», μένοντας αδιάφοροι για το εάν ο άλλος όντως θα έχει «καλή ημέρα». Συνηθίζουμε να χαιρετάμε από ευγένεια και καλούς τρόπους. Όχι ότι δεν υπάρχουν οι εγκάρδιοι χαιρετισμοί και οι εγκάρδιες ευχές.

Πολλές φορές όμως και σχεδόν όλοι μας το έχουμε κάνει «φοράμε την μάσκα του κοινωνικού ανθρώπου» προσπαθώντας να ξεγελάσουμε ο ένας τον άλλον για να μην δείξουμε τις αληθινές προθέσεις μας. Είναι η στιγμή που υποκρινόμαστε κατά τον χαιρετισμό, ίσως ακόμη και στην ίδια μας την οικογένεια.

Σήμερα, σε διάφορους λαούς ο χαιρετισμός περιλαμβάνει απλές και τυπικές διαδικασίες, π.χ. φίλημα σε κάθε μάγουλο, χειραψία, υπόκλιση, αποκάλυψη κεφαλής, ενωμένες παλάμες στο στήθος, χειροφίλημα, ελαφρύ χτύπημα στον ώμο ή στην πλάτη, κ.α. συνοδευόμενες από ευχητικά λόγια.

Εν κατακλείδι, ο χαιρετισμός μεταξύ των ανθρώπων είναι και αναγκαιότητα εσωτερικής έκφρασης και αναγκαιότητα κοινωνικής εθιμοτυπίας.